- πεμπάζω
- Α1. μετρώ στα πέντε δάχτυλα, δηλ. αριθμώ κατά πεντάδες2. μετρώ, υπολογίζω3. μτφ. αναλογίζομαι, εξετάζω4. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ.) οι πεμπαζόμενοι(κατά τον Ησύχ.) «ἐπιστρεφόμενοι, ἐκπληττόμενοι, μεριμνῶντες».[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ. τ. τού πέντε*].
Dictionary of Greek. 2013.